- σωματοῦσθαι
- σωματόωmake corporealpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σωματώ — όω, ΜΑ [σῶμα, σώματος] 1. προσδίδω σωματική υπόσταση, υλική φύση σε κάτι, ενσαρκώνω («ὁ Λόγος ἑαυτὸν ἐσωμάτωσε», Καισ. Ναζ.) 2. παθ. σωματοῡμαι όομαι γίνομαι στερεότερος, υλικότερος (α. «ὀποὶ σωματωθέντες», Θεόφρ. β. «τὸν ἀέρα σωματοῡσθαι»,… … Dictionary of Greek